- πουγκί
- το1. μικρό σακουλάκι όπου παλιότερα έβαζαν οι άνθρωποι τα χρήματά τους, αλλ. κομπόδεμα.2. χρηματικό απόθεμα, περιουσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φούνδα — ἡ, Α 1. ζώνη 2. πουγκί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. funda «ζώνη, δίχτυ, σφενδόνη»] … Dictionary of Greek
ποτάζω — πόταξα, αποκτώ, βάζω στην άκρη, αποταμιεύω, περισσεύω: Πόταξε κι ο ζήτουλας πουγκί και περηφάνια (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σακούλα — η 1. μικρός σάκος, θήκη από πανί ή χαρτί: Γιαούρτι της σακούλας. – Μια σακούλα ζάχαρη. 2. πουγκί, βαλάντιο. 3. φρ., «Δε βαστάει η σακούλα μου», δεν έχω πολλά χρήματα για ξόδεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σακούλι — το 1. μικρή σακούλα. 2. πουγκί, βαλάντιο: Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)